ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΜΙΑΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗΣ
Της Ντόρας Γιαννάκη
Εμπειρογνώμονα Πολιτικών Ασφάλειας & Δικαιοσύνης
Μέλους του Δ.Σ. του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας
Η ποιότητα της εκπαίδευσης του αστυνομικού προσωπικού απασχολεί το Σώμα και την κοινή γνώμη συνήθως μετά από κάποιο ατυχές γεγονός, όταν δηλαδή ένας αστυνομικός τραυματίζεται σοβαρά την ώρα του καθήκοντος ή όταν η συμπεριφορά ενός αστυνομικού γίνεται αυθαίρετη και καταχρηστική. Από την στιγμή όμως που η κρίση περάσει, το ενδιαφέρον για την αστυνομική εκπαίδευση περιορίζεται αισθητά και μετά από λίγο τα πράγματα επανέρχονται στην αρχική τους κατάσταση, δηλαδή στην ακινησία.
Η δικαιολογία που χρησιμοποιείται για την μη ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών στον τομέα είναι η δυσμενής οικονομική συγκυρία και η έλλειψη των αναγκαίων πόρων για την πραγματοποίηση μιας ουσιαστικής αναβάθμισης στο σύστημα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ωστόσο, αν η οικονομική δυσπραγία μπορεί να δικαιολογήσει σε κάποιον βαθμό την μη κατάταξη νέων σπουδαστών στις σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας την περίοδο 2013-14, δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την μετατροπή των αστυνομικών σχολών σε κέντρα κράτησης μεταναστών, τα παρωχημένα προγράμματα σπουδών (για παράδειγμα, θεωρείται απαραίτητη η διδασκαλία του μαθήματος «Ελληνική Γλώσσα – Λογοτεχνία» όχι όμως και των «Μοντέλων Αστυνόμευσης») και την υποβαθμισμένη πρακτική άσκηση των δοκίμων η οποία διεξάγεται χωρίς σχέδιο και με βασικό στόχο την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών.
Για να είμαστε δίκαιοι, στο παρελθόν έγιναν κάποιες οργανωμένες προσπάθειες επεξεργασίας προτάσεων για την βελτίωση της αστυνομικής εκπαίδευσης, με πιο πρόσφατες περιπτώσεις το πόρισμα Βούγια που συντάχθηκε από την «Ομάδα εργασίας για τη μεταρρύθμιση του συστήματος εκπαίδευσης της ΕΛ.ΑΣ» (Ιούλιος 2010) και την μελέτη Παπακωνσταντή «Προτάσεις για τη Μεταρρύθμιση της Ελληνικής Αστυνομίας» που εκδόθηκε με την στήριξη της ΠΟΑΣΥ (Μάρτιος 2011). Υπάρχει συνεπώς διαθέσιμη μια δέσμη προτάσεων για την εκπαίδευση που αφού επικαιροποιηθεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για τον άμεσο σχεδιασμό στοχευμένων παρεμβάσεων στον τομέα. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν ίσως χρήσιμο ο νέος Αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη να συνεχίσει την λειτουργία της ειδικής επιτροπής για την αξιολόγηση της παρεχόμενης εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης στην Ελληνική Αστυνομία, που είχε συσταθεί κατόπιν πρωτοβουλίας του καθηγητή Γιάννη Πανούση, η οποία όμως δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις εργασίες της λόγω της προκήρυξης των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών.
Σε κάθε περίπτωση, για να έχουμε μια αστυνομία αποτελεσματική με προσωπικό υψηλού επιπέδου που να μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις απαιτήσεις του ιδιαίτερα ρευστού περιβάλλοντος ασφάλειας της εποχής μας, μια αστυνομία με διεθνές κύρος και αναγνώριση που να συμμετέχει ενεργά σε δράσεις διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας, κρίνονται αναγκαίες τουλάχιστον οι ακόλουθες παρεμβάσεις (η λίστα είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική):
1. Πρώτα απ' όλα χρειάζεται να προχωρήσει η διαδικασία ουσιαστικής ανωτατοποίησης της Σχολής Αξιωματικών σύμφωνα με τα πρότυπα των ΑΕΙ. Η μεταρρύθμιση αυτή είναι απαραίτητη διότι μέχρι σήμερα ο τρόπος διάρθρωσης και λειτουργίας της Σχολής παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις από τον αντίστοιχο των υπόλοιπων ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (διοίκηση, όργανα λήψης αποφάσεων, διαδικασίες επιλογής και εξέλιξης διδακτικού προσωπικού), με αποτέλεσμα το πτυχίο που παρέχει η Σχολή να μην μπορεί να ενταχθεί σε διαδικασία πλήρους αντιστοίχισης και αναγνώρισης όπως ορίζει η διακήρυξη της Μπολόνια. Το ζήτημα δεν είναι μόνο τυπικό αλλά και ουσιαστικό αφού, για παράδειγμα, μόνο με την αναβάθμιση του διδακτικού ερευνητικού προσωπικού της Σχολής (το οποίο θα πρέπει πλέον να διαθέτει στο σύνολό του αντίστοιχα προσόντα με αυτά των καθηγητών ΑΕΙ, όπως κατοχή διδακτορικού τίτλου, επαρκείς επιστημονικές δημοσιεύσεις, ικανοποιητική προϋπηρεσία, κλπ.) μπορεί να καταστεί εφικτή η παραγωγή αξιόλογου ερευνητικού έργου σε τομείς αστυνομικού ενδιαφέροντος και η συγγραφή νέων ποιοτικών διδακτικών εγχειριδίων. Επιπλέον, η αναβάθμιση του διδακτικού προσωπικού σε συνδυασμό με τη σύναψη σχέσεων εργασίας σε πιο μόνιμη βάση (δυνατότητα μονιμοποίησης και ακαδημαϊκής εξέλιξης εντός της Αστυνομικής Ακαδημίας), θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο και για την οργάνωση Προγραμμάτων Μεταπτυχιακών Σπουδών από την Αστυνομική Ακαδημία (είτε αυτοδύναμων, είτε σε συνεργασία με άλλα ΑΕΙ) σε γνωστικά αντικείμενα σχετικά με τις εκπαιδευτικές, ερευνητικές και λειτουργικές ανάγκες της Ελληνικής Αστυνομίας. Τέτοια μεταπτυχιακά προγράμματα λειτουργούν εδώ και χρόνια σε πολλές αστυνομικές ακαδημίες του εξωτερικού με καλύτερο παράδειγμα την αστυνομική ακαδημία της Ολλανδίας, η οποία παρέχει μεταπτυχιακούς τίτλους σε μια ευρεία γκάμα αστυνομικών θεμάτων (Msc in Policing, Executive Master in Tactical Policing, Master of Crisis & Public Order, Master of Criminal Investigation, κλπ.).
2. Αναφορικά με την Σχολή Αστυφυλάκων θα πρέπει να υπάρξει μέριμνα για την τυπική και ουσιαστική σύνδεσή της με την Τριτοβάθμια Ανώτερη Εκπαίδευση προκειμένου να καταστεί δυνατή η πλήρης αντιστοίχιση του τίτλου που παρέχει με το επίπεδο 5 του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Επαγγελματικών Προσόντων (EQF). Να σημειωθεί ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν ήδη προσπαθήσει να διευθετήσουν το ζήτημα μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων (άρθρο 25, παρ.4 του ν. 4058/2012), όμως οι πρωτοβουλίες αυτές θα πρέπει να συνοδευτούν και από άλλα μέτρα που θα αφορούν στην διάρκεια σπουδών (με την προσθήκη ενός ακόμη εξαμήνου στη συνολική διάρκεια σπουδών), την διοικητική και εκπαιδευτική οργάνωση της Σχολής, το επίπεδο του διδακτικού προσωπικού, την διασφάλιση ποιότητας της εκπαίδευσης, κλπ. Μόνο έτσι θα επιτευχθεί η οριστική ένταξη της Σχολής Αστυφυλάκων στην Τριτοβάθμια Ανώτερη Εκπαίδευση και θα αντιμετωπιστούν φαινόμενα χαρακτηρισμού των αποφοίτων της Σχολής ως πτυχιούχων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Να σημειωθεί ότι η τριετής διάρκεια σπουδών σε εκπαιδευτικό ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αναγνωρίζεται από κάποιες ευρωπαϊκές χώρες ως εκπαίδευση πανεπιστημιακού επιπέδου (bachelor degree – επίπεδο 6), γεγονός που θα μπορούσε να διευκολύνει σημαντικά την κατάληψη θέσεων σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς αστυνομικούς οργανισμούς (Europol, Cepol, Interpol, κλπ.) από έλληνες αστυφύλακες. Τέλος, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί η δυνατότητα παροχής ειδικοτήτων στους δόκιμους αστυφύλακες κατά την διάρκεια των σπουδών τους (π.χ. οργάνωση και διοίκηση, ειδικεύσεις σε επιχειρησιακά θέματα, κλπ.), η οποία θα μπορούσε να επιφέρει καλύτερα αποτελέσματα στην άσκηση του έργου τους.
3. Ένα άλλο επίπεδο παρεμβάσεων αφορά στην αναμόρφωση των προγραμμάτων σπουδών της προπτυχιακής εκπαίδευσης (Σχολή Αξιωματικών, Σχολή Αστυφυλάκων) με την προσθήκη νέων εκπαιδευτικών αντικειμένων που να απαντούν στις σύγχρονες απαιτήσεις του αστυνομικού επαγγέλματος. Κατ' αρχάς, είναι απαραίτητο να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε ζητήματα που άπτονται του προσφυγικού/μεταναστευτικού φαινομένου, της εγχώριας και διεθνούς τρομοκρατίας, του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος καθώς και της αστυνομικής συνεργασίας σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο (transnational policing). Επίσης, χρειάζεται να αναθεωρηθεί το περιεχόμενο των υφιστάμενων εκπαιδευτικών αντικειμένων που ναι μεν εξακολουθούν να είναι χρήσιμα για την άσκηση του αστυνομικού επαγγέλματος αλλά που οι κατευθύνσεις (φιλοσοφία, στόχοι, κλπ.) ή/και οι μέθοδοι διδασκαλίας τους είναι παρωχημένες. Τέλος, τα ζητήματα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του σεβασμού της διαφορετικότητας θα πρέπει να αποκτήσουν ξεχωριστή θέση στις αστυνομικές σχολές, όχι μόνο με την προσθήκη σχετικών μαθημάτων, σεμιναρίων και διαλέξεων στα προγράμματα σπουδών (π.χ. διαπολιτισμική εκπαίδευση) αλλά και με την εγκαθίδρυση σταθερών συνεργασιών με θεσμούς και επιστημονικές οργανώσεις υποστήριξης των δικαιωμάτων του ανθρώπου (όπως, ο Συνήγορος του Πολίτη, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, κλπ.).
4. Σε ανάλογο πλαίσιο, θα ήταν χρήσιμο να εξεταστεί η διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου και στοχευμένου προγράμματος συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης και διά βίου μάθησης (Σχολή Μετεκπαίδευσης και Επιμόρφωσης), το οποίο θα αναθεωρείται σε τακτική βάση με βάση τις αναδυόμενες ανάγκες και θα εξασφαλίζει, αφενός, τη διατήρηση και βελτίωση της σωματικής και επιχειρησιακής ικανότητας του αστυνομικού προσωπικού και, αφετέρου, τη συνεχή ενημέρωση, επανακατάρτιση και προσαρμογή του έμψυχου δυναμικού του Σώματος στις νέες απαιτήσεις. Για τον σκοπό αυτό θα πρέπει να αξιοποιηθούν επαρκώς οι χρηματοδοτικές δυνατότητες που προσφέρουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα, καθώς και οι νέες τεχνολογίες (π.χ. web-seminars). Παράλληλα, χρειάζεται να ενισχυθούν οι συνεργασίες με αστυνομικές ακαδημίες του εξωτερικού καθώς και με ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα και να αυξηθεί η συμμετοχή του αστυνομικού προσωπικού σε διεθνή αστυνομικά εκπαιδευτικά σεμινάρια και προγράμματα ανταλλαγών.
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις προτάσεις που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν σε μια ενδεχόμενη μεταρρύθμιση του συστήματος της αστυνομικής εκπαίδευσης. Εννοείται ότι για να πετύχει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με την σύμφωνη γνώμη όλων των ενδιαφερόμενων μερών (πολιτική και φυσική ηγεσία, συνδικαλιστικές οργανώσεις, ακαδημαϊκή κοινότητα) και αφού προηγηθεί σχετικός διάλογος και επαρκής διαβούλευση. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους ότι η επένδυση στην εκπαίδευση δεν είναι ούτε χάσιμο χρόνου, ούτε χάσιμο πόρων. Αντιθέτως, η υψηλού επιπέδου εκπαίδευση μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ενίσχυση του επαγγελματισμού του αστυνομικού προσωπικού, τόσο στο επίπεδο της επιχειρησιακής λειτουργίας και αποτελεσματικότητας όσο και στο επίπεδο του σεβασμού των δικαιωμάτων των πολιτών, με άμεση συνέπεια την βελτίωση της δημόσιας εικόνας της αστυνομίας και, τελικά, την βελτίωση των σχέσεων αστυνομίας – κοινωνίας.