Font Size

Cpanel

Ποιός είναι τελικά ο σκοπός της αστυνομικής εκπαίδευσης;

Η αστυνομική εκπαίδευση σε μια κρίσιμη καμπή ανάμεσα στο χθες και στο αύριο
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα Καθηγητή Πανεπιστημίου Θράκης

  Αν ληφθεί υπ' όψη, φίλες και φίλοι, ότι η Αστυνομία ως πολιτειακή εξουσία είναι μηχανισμός πρόληψης, καταστολής και ασφάλειας, εύκολα μπορεί να προσδιοριστεί ο σκοπός της αστυνομικής εκπαίδευσης.

  Στην Αστυνομία του χθες – και εννοώ προφανώς την Αστυνομία της αλήστου μνήμης «εποχής του Χωροφύλακα» - οι προαναφερθείσες λειτουργίες, δηλ. η πρόληψη, η καταστολή και η ασφάλεια, ήσαν απόλυτα συνυφασμένες στην «αστυνομική ράβδο». Για τον λόγο αυτό η Αστυνομία εκείνης της εποχής δεν ζητούσε πολλά πράγματα από όσους ήθελαν να γίνουν Χωροφύλακες. Ούτε γράμματα χρειαζόντουσαν ούτε γλώσσες – εκτός βέβαια από εκείνη που ήταν απαραίτητη για την συνεννόηση με τον αυταρχισμό της εξουσίας – ούτε άλλα προσόντα ήσαν αναγκαία.

  Από την άποψη αυτή δεν υπήρχε – και δεν είχε άλλωστε νόημα – κάποια εκπαίδευση του Χωροφύλακα, όπως την εννοούμε σήμερα, πέρα από μια σύντομη ενημέρωση και εξάσκηση αυτού στην αποτελεσματικότερη χρήση της «αστυνομικής ράβδου».

  Μόνον οι Σχολές Ενωμοταρχών και Αξιωματικών της Χωροφυλακής μαζί με τις αντίστοιχες Σχολές της Αστυνομίας Πόλεων, που ιδρύθηκε αργότερα, παρείχαν αστυνομική εκπαίδευση με την σημερινή έννοια, όχι όμως με το σημερινό της περιεχόμενο. Και αυτό έχει ασφαλώς την εξήγησή του. Στις εν λόγω Σχολές πήγαιναν μορφωμένα παιδιά – και το «μορφωμένα» το λέω εδώ με βάση τα κριτήρια της εποχής της αγραμματοσύνης - πήγαιναν δηλ. απόφοιτοι του Σχολαρχείου ή του Εξατάξιου Γυμνασίου Αρρένων. Οι πύλες της Αστυνομίας ήταν τότε ερμητικά κλειστές στις αποφοίτους των Γυμνασίων Θηλέων. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, όταν η γυναίκα απέκτησε για πρώτη φορά πολιτικά δικαιώματα μόλις το 1958 !

  Εν πάση περιπτώσει και αυτά τα πιο μορφωμένα στελέχη της Αστυνομίας, όταν έβγαιναν στην πράξη, προσαρμόζανε τις γνώσεις, που είχαν ή απέκτησαν κατά την διάρκεια της εκπαίδευσής τους, στη νοοτροπία και στις ανάγκες του «Αστυνομικού Κράτους». Ήσαν όλοι εκείνοι, που όταν δεν διαφεντεύανε το απαγορευτικό για την άσκηση των συνταγματικών δικαιωμάτων πεζοδρόμιο – ή και παράλληλα προς αυτό – διηύθυναν, συντηρούσαν ή στελέχωναν τα γραφεία, στα οποία «είχε κράτος και εξουσία» - για να δανειστώ την ρήση του ποιητή – ο «Φάκελος» και το «Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων».

  Και έπρεπε να μεσολαβήσει η οδυνηρή εμπειρία της επτάχρονης τυραννίας από το 1967 μέχρι το 1974, για να συνειδητοποιήσει η Πολιτεία την αληθινή αποστολή της Αστυνομίας και να πάψει να την βλέπει ως «δεκανίκι» της εκάστοτε Κυβέρνησης ή του κακώς εννοούμενου «συστήματος», που αυτή εκπροσωπούσε. Ήταν τότε, που ο άνεμος της Μεταπολίτευσης φυσούσε τόσο δυνατά και σε τόση μεγάλη διάρκεια, ώστε με τις «θύελλες», που δημιουργούσε σάρωνε ό,τι εύρισκε μπροστά του. Και όπως γίνεται με όλες τις θύελλες, στο πέρασμά τους παίρνουν, δυστυχώς, μαζί τους και πράγματα πολύτιμα, πράγματα που τα έχουμε ανάγκη.

  Κάπως έτσι διαμορφώθηκαν μέσα στην δίνη και τις υπερβολές της Μεταπολίτευσης πρακτικές, όπως π.χ. το άσυλο και οι καταλήψεις, που μας αγκυλώνουν σήμερα, κυρίως όμως χάθηκαν αρχές και αξίες, με τις οποίες γαλουχήθηκε ο νεώτερος Ελληνισμός και των οποίων η απώλεια δεν είναι άσχετη με την σημερινή μας κατάντια. Αυτήν ακριβώς την περίοδο της Μεταπολίτευσης, που αφήνει τη σκιά της και στη σημερινή εποχή, χαρακτηρίζει πολύ παραστατικά ο στοχασμός του αρχαίου φιλοσόφου, ο οποίος παίρνοντας αφορμή από ανάλογα εκφυλιστικά φαινόμενα του καιρού του παρατηρεί με πολλή περίσκεψη ότι «η δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται, διότι καταχράσθηκε το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες της να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονισμό».

  Μέσα σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες της Μεταπολίτευσης σχεδιάστηκε ο αναπροσανατολισμός της λειτουργίας της Αστυνομίας, η οποία άρχισε να απομακρύνεται βαθμιαία από το στερεότυπο, που είχε διαμορφώσει γι' αυτήν το «Αστυνομικό Κράτος», και να προσαρμόζεται σιγά-σιγά στις προδιαγραφές ενός σύγχρονου και δικαιοκρατούμενου μηχανισμού εξουσίας. Ακολούθησε μια δεκαετής περίπου περίοδος προσαρμογής στις νέες αντιλήψεις μέχρι την ενοποίηση της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων το 1984. Την «σκυτάλη» πήρε στη συνέχεια η επόμενη μετά το 1984 δεκαετία, η οποία χαρακτηρίζεται από τις βαθειές δομικές αλλαγές στην αστυνομική εκπαίδευση με την αναμόρφωση των σπουδών στην Σχολή Αξιωματικών και την ίδρυση το 1994 της Σχολής Αστυφυλάκων.

  Αποτιμώντας συνολικά το έργο που επιτελέστηκε στην Αστυνομία τα τελευταία σαράντα χρόνια μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι το σημερινό πρόσωπο της Αστυνομίας δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με το αντίστοιχο της προαναφερθείσης «εποχής του Χωροφύλακα» και του «Αστυνομικού Κράτους», αν και μερικές φορές η συμπεριφορά των οργάνων της ή των ιεραρχικώς προϊσταμένων της υπηρεσίας εκδηλώνει ένα αταβισμό προς εκείνη την εποχή. Δεν αντιλαμβάνομαι αλλιώς κάποια φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας από Αστυνομικούς, τα οποία αποκαλύπτονται και μας απογοητεύουν, διότι αφ' ενός μεν εκθέτουν το Σώμα προβάλλοντας προς τα έξω μια παραπλανητική εικόνα για αυτό, αφ' ετέρου δε δείχνουν ότι τα συγκεκριμένα Αστυνομικά όργανα ζηλεύουν την «δόξα του παρελθόντος», αντί να καυχώνται για τα επιτεύγματα του παρόντος και να μοχθούν για να υλοποιηθεί το όραμα της Αστυνομίας του μέλλοντος. Όπως βέβαια δεν αντιλαμβάνομαι επίσης ορισμένες πειθαρχικές διώξεις αστυνομικών οργάνων με το σκεπτικό άλλων εποχών, στις οποίες οι επιλογές και αποφάσεις της υπηρεσίας συνιστούσαν αδιαμφισβήτητη αυθεντία.

  Θα κάνω μια παρέκβαση στο σημείο αυτό, με αφορμή το γνωστό περιστατικό της δίωξης συναδέλφου σας, επειδή τόλμησε να ασκήσει συνταγματικό της δικαίωμα, για να παρατηρήσω ότι η πειθαρχική δίωξη ενός Αστυνομικού υπαλλήλου στο σημερινό «Κράτος δικαίου», τότε μόνον είναι νόμιμη, όταν ο διωκόμενος Αστυνομικός έχει διαπράξει αξιόποινες πράξεις ή έχει παραβεί το υπηρεσιακό του καθήκον. Δεν συνιστά όμως παράβαση υπηρεσιακού καθήκοντος η άσκηση συνταγματικών δικαιωμάτων εκ μέρους του Αστυνομικού, έστω κι' αν με τον τρόπο αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις άνωθεν διαταγές των προϊσταμένων του. Βέβαια υπάρχει στη μέση το ζήτημα της υπακοής, που οφείλει να δείχνει κάθε Αστυνομικός στους ανωτέρους του, πολύ περισσότερο βέβαια στις προσταγές της ιεραρχικώς προϊσταμένης αρχής.

  Το ζήτημα ωστόσο αυτό πρέπει, κατά την άποψή μου, να κρίνεται με συγκατάβαση και με ευρύτητα πνεύματος, ώστε να μη οδηγούνται στην καρατόμηση Αστυνομικοί υπάλληλοι, οι οποίοι εξεδήλωσαν την ανυπακοή τους για να προστατεύσουν άλλα εξ ίσου σπουδαία, αν όχι σπουδαιότερα αγαθά, ιδίως όταν τα αγαθά αυτά δεν είναι ατομικά, αλλά υπερατομικά, συνταγματικής μάλιστα περιωπής. Ας μη λησμονούμε ότι ο Αστυνομικός δεν είναι μόνον όργανο της υπηρεσίας, αλλά και μέλος της κοινωνίας, τις αγωνίες της οποίας έχει καθήκον να συμμεριστεί. Ένας Αστυνομικός, που εκφράζει μέσα σε τέτοιες συγκρουσιακές συνθήκες την ανυπακοή του, δεν είναι άξιος μομφής. Η σύγκρουση καθηκόντων είναι ένας πανάρχαιος θεσμός με πλατειά αναγνώριση και λειτουργία στο Ποινικό Δίκαιο, στους κόλπους του οποίου, όταν δεν δικαιολογεί την πράξη, αποκλείει πάντως τον καταλογισμό αυτής στον δράστη, ακόμη και όταν αυτός έχει διαπράξει βαρύτατα εγκλήματα. Και δεν νομίζω ότι μπορεί να αμφισβητήσει κανείς σοβαρά πως η ποινική και η πειθαρχική δίωξη κινούνται σε παράλληλους άξονες, ώστε να εφαρμόζονται αναλογικά οι θεσμοί της πρώτης και στην δεύτερη.

  Με τις σκέψεις αυτές κάνοντας τώρα μια σύντομη περιήγηση στον χώρο της αστυνομικής εκπαίδευσης διαπιστώνουμε κατ' αρχάς πλήρη εναρμόνιση του στόχου, που επιδιώκει αυτή, με την αποστολή, την οποία καλείται να εκπληρώσει η Αστυνομία στην σύγχρονη κοινωνία. Σκοπός λοιπόν της αστυνομικής εκπαίδευσης, όπως προκύπτει από τα σχετικά προγράμματα σπουδών της Σχολής Αξιωματικών, αλλά και της Σχολής Αστυφυλάκων, είναι η άρτια κατάρτιση των Δοκίμων Αξιωματικών και Αστυφυλάκων, ώστε να ανταποκριθούν με επάρκεια στα καθήκοντα της πρόληψης, της καταστολής και της ασφάλειας, τα οποία πρόκειται να αναλάβουν μετά την αποφοίτησή τους από τις δύο αυτές Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας.

  Πρέπει όμως να παρατηρηθεί εδώ ότι ο σωστός προσδιορισμός του στόχου δεν προδικάζει αφ' εαυτού και την επιτυχία του. Χρειάζεται προς τούτο και η επιλογή των κατάλληλων μέσων για να φτάσει κάποιος στον στόχο του. Τονίζω το στοιχείο αυτό, αν και είναι αυτονόητο, διότι πολλές φορές χάνουμε την επαφή μας με τον στόχο, επειδή έχουμε αφεθεί στον εφησυχασμό του αυτονόητου.

  Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, λόγω της μακράς συνεργασίας μου με τις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας, μπορώ να βεβαιώσω ότι όλος ο μηχανισμός της Αστυνομικής εκπαίδευσης κινείται προς την σωστή κατεύθυνση. Είναι όμως απαραίτητος ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του σε κάποια σημεία, ώστε να γίνει πιο αποτελεσματική η αστυνομική εκπαίδευση. Θα αναφέρω εδώ εντελώς ενδεικτικά μερικά από τα σημεία αυτά.

  Και θα ξεκινήσω πρώτα από την Σχολή Αξιωματικών. Στην Σχολή αυτή εισέρχονται, όπως είναι γνωστό, μέσω των Πανελληνίων Εξετάσεων, τα πιο καλά μυαλά των υποψηφίων φοιτητών, γι' αυτό και το υλικό της εν λόγω Σχολής είναι πολύ υψηλού επιπέδου, άριστο θα έλεγα. Δεν αρκεί όμως αυτό, για να γίνει ένας Δόκιμος της Σχολής, μόλις εξέλθει από αυτήν, και άριστος αξιωματικός. Του λείπει κάτι ακόμη. Και αυτό το κάτι είναι η πείρα, που δεν μπορεί να του την δώσει ακόμη και η τελειότερη εκπαίδευση. Θα την αποκτήσει ασφαλώς την πείρα με την πάροδο του χρόνου, αλλά δεν θα την έχει εφόδιό του, όταν θα κληθεί να πάρει κάποιες δύσκολες αποφάσεις στην αρχή της θητείας του Αποτελεί κοινή διαπίστωση όλων, ιδίως των παλαιοτέρων Αξιωματικών, ότι σε αυτό το σημείο χωλαίνει η Σχολή Αξιωματικών. Και έχει κατ' επανάληψη προταθεί από διάφορες επιτροπές, στις οποίες συμμετείχα και εγώ να αλλάξει στο σημείο αυτό ο σχετικός νόμος, ώστε να εισέρχονται στην Σχολή Αξιωματικών μόνον οι προερχόμενοι εκ του Σώματος, μέσω των Πανελληνίων εξετάσεων ασφαλώς, αλλά ύστερα από ορισμένη προϋπηρεσία. Αναφέρω την πιο πρόσφατη από τις επιτροπές αυτές, που συστήθηκε προ διετίας με απόφαση του Αρχηγείου υπό τον τότε Ακαδημιάρχη Αντιστράτηγο ε.α. κ. Δημήτριο Μπαλή. Δεν γνωρίζω, γιατί δεν έχει υλοποιηθεί ακόμη αυτή η αναγκαία αλλαγή, μολονότι δεν συνεπάγεται καμιά πρόσθετη δαπάνη.

  Ένα άλλο σημείο, που επίσης χρειάζεται επανεξέταση, είναι η κατεύθυνση, από την οποία πρέπει να προέρχονται οι εισερχόμενοι στην Σχολή Αξιωματικών. Δεν γνωρίζω, με ποιά κριτήρια επικράτησε η επιλογή της θετικής κατεύθυνσης. Προφανώς με την σκέψη ότι εκείνος, ο οποίος ξέρει καλά μαθηματικά, είναι πρακτικό μυαλό. Πρακτικό μυαλό μπορεί να είναι για την λύση των προβλημάτων της αριθμητικής, όχι όμως και για την λύση των προβλημάτων της υπηρεσίας, που συναρτώνται με την εφαρμογή κάποιου νόμου. Και τούτο, διότι η εφαρμογή του νόμου προϋποθέτει την προηγούμενη καλή γνώση της ερμηνείας του. Πώς όμως να ερμηνεύσουν σωστά ένα νόμο τα κατά τα άλλα καλά αυτά μυαλά, όταν δεν μπορούν να αντιληφθούν, τι ακριβώς λέει ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση; Και δεν μπορούν, όχι, διότι έχουν κάποια νοητική ατέλεια, αλλά διότι τους λείπει το απαραίτητο όργανο επικοινωνίας με το κείμενο του νόμου, δηλ. η γλώσσα, την οποία δεν διδάχθηκαν ποτέ στον βαθμό, που την διδάσκονται οι μαθητές της λεγόμενης θεωρητικής κατεύθυνσης. Είναι λοιπόν προφανής η ανάγκη αλλαγής και της κατεύθυνσης, από την οποία πρέπει να προέρχονται οι σπουδαστές της Σχολής Αξιωματικών. Ούτε όμως και αυτή η αλλαγή προωθήθηκε, μολονότι έχει επίσης κατ' επανάληψη προταθεί από διάφορες επιτροπές.

  Ας περάσουμε τώρα στην Σχολή Αστυφυλάκων, για να δούμε, τι γίνεται με την εκπαίδευση των Δοκίμων σε αυτήν.

  Επιτρέψτε μου να διατυπώσω πρώτα μια παρατήρηση για την διάρκεια των σπουδών. Είναι σε όλους γνωστό ότι η Σχολή Αστυφυλάκων μετατράπηκε πριν από πέντε περίπου χρόνια σε Σχολή μονοετούς φοιτήσεως (από διετούς που ήταν προηγουμένως). Από την πρώτη στιγμή, που εκλήθην να σχολιάσω την μεταρρύθμιση αυτή, είπα ότι η εξέλιξη αυτή συνιστά όχι απλώς οπισθοδρόμηση, αλλά υποβάθμιση της Σχολής Αστυφυλάκων και σε τελευταία ανάλυση εμπαιγμό όλων των εμπλεκομένων στην σχετική εκπαιδευτική διαδικασία.

  Συνιστά υποβάθμιση κατ' αρχάς, διότι με τον τρόπο αυτό μετατρέπεται η Σχολή Αστυφυλάκων από Σχολή υπερδιετούς φοιτήσεως, ισάξιας με τα ΤΕΙ, που ήταν προηγουμένως, σε Σχολή ενιαύσιας Μεταλυκειακής ειδικής κατάρτισης, κάτι δηλ. ανάλογο με τα ΙΕΚ. Η φόρμουλα, που βρέθηκε, για να μη θιγεί τάχα ο υπερδιετής χαρακτήρας των σπουδών, σύμφωνα με την οποία η εκπαίδευση εξακολουθεί να είναι και πάλι διετής, μόνο που ο πρώτος χρόνος περιλαμβάνει την θεωρητική και ο άλλος την πρακτική εκπαίδευση μέσα στην Σχολή, αποτελεί στάχτη στα μάτια των ειδημόνων.

  Συνιστά όμως ακόμη η εν λόγω αλλαγή εμπαιγμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας, διότι οι μεν δόκιμοι καλούνται να μάθουν σε ένα χρόνο αυτά που μάθαιναν οι προηγούμενοι συνάδελφοί τους σε δύο, οι δε διδάσκοντες να βγάλουν πάση θυσία το ίδιο πρόγραμμα στον μισό χρόνο, άσχετα, αν αυτό είναι εφικτό ή αν μπορεί να επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Έτσι οι διδάσκοντες μοιάζουν με ένα καβαλάρη, που τρέχει αφηνιασμένος επάνω στο άλογο, για να προλάβει να φτάσει στον στόχο, χωρίς να έχει σημασία, αν έκανε κάτι ουσιαστικό στην διαδρομή του. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει κάποιος τις εκπαιδευτικές συνθήκες μέσα στα διδακτήρια, όταν μετά την διδασκαλία οι διδασκόμενοι υποβάλλουν ερωτήσεις κατανόησης ή ζητούν ζύμωμα της ύλης με σχετικά παραδείγματα και η απάντηση του διδάσκοντος είναι ότι δεν έχουμε χρόνο, διότι πρέπει οπωσδήποτε να βγάλουμε την ύλη. Ποια ύλη, για ποιόν, και γιατί; Τι μπορούν να αφομοιώσουν οι Δόκιμοι κάτω από αυτές τις συνθήκες; Εκπληρώνει ο φούρναρης τον σκοπό του με το να βάλει αλεύρι και νερό στον κάδο; Για να φτιάξει ψωμί χρειάζεται ζύμωμα.

  Να έλθουμε στη συνέχεια στην ουσιαστική πλευρά της εκπαίδευσης μέσα στην Σχολή Αστυφυλάκων. Ξεκινώντας από το υλικό της Σχολής, την ποιότητα δηλ. των Δοκίμων Αστυφυλάκων, νομίζω ότι δεν υπερβάλλω χαρακτηρίζοντας το υλικό αυτό στην συντριπτική πλειοψηφία του υψηλού επιπέδου. Οφείλω μάλιστα να πω εδώ, όσο κι' αν αυτό ακούγεται παράξενα, ότι στην Σχολή Αστυφυλάκων συνάντησα μυαλά, που δεν τα βρήκα στην Σχολή Αξιωματικών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων, όταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρεθούν στην Σχολή Αξιωματικών, καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις της βαθμολογίας, μπροστά από τους άλλους Δόκιμους Αξιωματικούς, που προέρχονται εκ των ιδιωτών και όχι εκ του Σώματος. Έχω κατ' επανάληψη τονίσει ότι η Σχολή Αστυφυλάκων πρέπει να αποτελέσει το «χωνευτήρι» της αστυνομικής εκπαίδευσης.

  Και στην Σχολή αυτή χρειάζεται επίσης κάποιος εξορθολογισμός του προγράμματος σπουδών. Κατ' αρχάς δεν είναι σωστό να βομβαρδίζεται το πρόγραμμα της Σχολής Αστυφυλάκων με σωρεία μαθημάτων, λες και πρέπει οι Δόκιμοι Αστυφύλακες να γίνουν πανεπιστήμονες ή παντογνώστες. Αν ληφθεί υπ' όψη ότι τα παιδιά αυτά θα αποτελέσουν αύριο την «εμπροσθοφυλακή της Αστυνομίας» στην μάχη για την πρόληψη και την καταστολή, τότε είναι απαραίτητο να γνωρίζουν πολύ καλά μόνο τρία μαθήματα από τον κύκλο των νομικών μαθημάτων: Πρώτα απ' όλα πρέπει να γνωρίζουν από την ύλη του Συνταγματικού Δικαίου μόνο τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, διότι έρχονται μέσω της σύλληψης και των ερευνών σε καθημερινή τριβή με τους πολίτες. Δεν ενδιαφέρουν την υπηρεσία του Δόκιμου Αστυνομικού ούτε οι εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας ούτε η διασταύρωση των εξουσιών ή άλλα συναφή θέματα του Συνταγματικού Δικαίου. Και ύστερα πρέπει να γνωρίζουν επίσης εξ ίσου καλά Ποινικό Δίκαιο και Ποινική Δικονομία, διότι είναι τα «εργαλεία» της δουλειάς τους στον χώρο της ποινικής καταστολής και ιδίως στον τομέα της προανάκρισης, την οποία συχνά θα διενεργούν. Τίποτε άλλο. Δεν θα γίνει λιγότερο καλός αστυνομικός της πράξης εκείνος, ο οποίος κατέχει μεν σε επαρκή βαθμό τα προαναφερθέντα τρία μαθήματα, αλλά υστερεί σε γνώσεις στα υπόλοιπα νομικά μαθήματα, όπως λ.χ. στο Αστικό, Εμπορικό Δίκαιο κλπ., διότι δεν ξέρει π.χ., πώς παντρεύεται ή πώς χωρίζει, πώς κληρονομεί ή πώς υιοθετεί και τα άλλα συναφή. Αυτά μπορεί να τα μάθει ο Δόκιμος συνοπτικά και χωρίς βαθμό σε ένα περιεκτικό μάθημα στοιχείων δικαίου, που θα διδάσκεται ίσως μια φορά τον μήνα, εφ' όσον αφήνει περιθώρια το πρόγραμμα της ύλης.

  Είναι επίσης ανάγκη και στις δύο Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας να προσαρμοστεί η εκπαίδευση των Δοκίμων στις νέες μορφές εγκληματικότητας και ιδίως της οργανωμένης και της ηλεκτρονικής εγκληματικότητας, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και σε επίπεδο καταστολής. Μιλώντας κάποιος για την ηλεκτρονική εγκληματικότητα δεν μπορεί να μη εξάρει το πολύ σπουδαίο έργο, που επιτελεί η Διεύθυνση Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ελληνικής Αστυνομίας υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του Ταξίαρχου κ. Σφακιανάκη. Πόσες αυτοκτονίες νέων παιδιών ή πόσες ηλεκτρονικές απάτες και άλλα συναφή εγκλήματα, αλλά και πόσα ηλεκτρονικά εγκλήματα, δεν έχει ανακαλύψει αυτή η Υπηρεσία της Αστυνομίας; Οι εμπειρίες και οι προβληματισμοί από τον χώρο της εν λόγω εγκληματικότητας πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο εκπαίδευσης των Δοκίμων Αξιωματικών και Αστυφυλάκων.

  Μάλιστα οι σχετικές επιτυχίες της Διεύθυνσης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος αναδεικνύουν την χρησιμότητα του αιτήματος της ειδίκευσης των Αστυνομικών σε διάφορα αντικείμενα μετά την βασική τους εκπαίδευση στις αντίστοιχες Σχολές της Ακαδημίας. Σε μια εποχή, στην οποία κυριαρχεί η ειδίκευση σε όλα τα επαγγέλματα, θα ήταν άστοχο να δαιμονοποιείται η ειδίκευση στην Αστυνομία.

  Ιδιαίτερη επιμονή επιβάλλεται να επιδειχθεί (σε όλες τις Σχολές της Αστυνομικής Ακαδημίας) στο πολύ λεπτό και ευαίσθητο ζήτημα της χρήσης των όπλων από τους Αστυνομικούς. Παρά τα όσα διδάσκονται οι Δόκιμοι στις Σχολές τους επάνω στο θέμα αυτό, όταν βγαίνουν στο πεζοδρόμιο ή όταν καταδιώκουν καταζητούμενους εγκληματίες, συμπεριφέρονται σαν αδαείς, που δεν ξέρουν, τι είναι ή πώς να χειριστούν αυτό που κρατάνε στα χέρια τους. Δεν εξηγούνται αλλιώς ορισμένα περιστατικά επιπόλαιης χρήσης των όπλων από Αστυνομικούς με τραγική πολλές φορές κατάληξη για τα θύματα, οδυνηρά αποτελέσματα για τους θύτες και όχι ευκαταφρόνητες παρενέργειες για το κύρος της Αστυνομίας, που κατηγορείται ότι δεν έχει ακόμη καταφέρει να ξεχωρίσει, τι διαφυλάσσει και τι θυσιάζει, την ώρα που ένα μέλος της πατάει την σκανδάλη. Χρειάζεται λοιπόν περισσότερη σφυρηλάτηση η αστυνομική εκπαίδευση στο ζήτημα αυτό.

  Ένα άλλο ακόμη θέμα πρέπει να επισημανθεί εδώ ως έλλειμμα αστυνομικής εκπαίδευσης. Είναι η χρήση παράνομης βίας από τους Αστυνομικούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το θέμα αυτό αποτελεί μόνιμο «πονοκέφαλο» της Αστυνομίας, γεγονός που υποδηλώνει ότι η αστυνομική εκπαίδευση χωλαίνει σοβαρά στο ζήτημα αυτό. Κάθε φορά, που συχνά-πυκνά βγαίνει στο φως της δημοσιότητας κάποιο περιστατικό παράνομης αστυνομικής βίας, έρχονται στο μυαλό μου τα λόγια του Γάλλου φιλοσόφου Ραούλ Φολερώ: «πρέπει να κάνουμε ακόμη πολλά, για να διαπιστώσουμε ότι δεν έχουμε κάνει τίποτε απολύτως»!

  Βεβαίως διδάσκεται κατά κόρον στις Σχολές (Αξιωματικών και Αστυφυλάκων) ότι, σύμφωνα με τους σχετικούς οργανικούς νόμους, τότε μόνον επιτρέπεται η χρήση βίας από Αστυνομικό, όταν αυτή είναι αναγκαία για να καμφθεί η αντίσταση του πολίτη, που αρνείται να συμμορφωθεί με την εκτέλεση νόμιμης υπηρεσιακής ενέργειας. Σε καμιά άλλη περίπτωση. Η άσκηση αστυνομικής βίας έξω από τα πλαίσια αυτά συνιστά παρανομία, κατάχρηση εξουσίας. Παρ' όλα αυτά το φαινόμενο της παράνομης βίας από Αστυνομικούς εξακολουθεί να επιβιώνει αποκαλύπτοντας και στο σημείο αυτό ένα ακόμη αταβισμό της αστυνομικής συμπεριφοράς προς την εποχή της «αστυνομικής ράβδου».

  Είναι λοιπόν και εδώ χρέος της αστυνομικής εκπαίδευσης να επιμείνει σε αυτό το πολύ σπουδαίο θέμα συμπεριφοράς του Αστυνομικού, που συντηρεί εν πολλοίς το γνωστό σύνθημα του πεζοδρομίου «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι», το οποίο απαξιώνει το έργο της Αστυνομίας, και αδικεί την μεγάλη προσφορά της στην κοινωνία, που γίνεται με καθημερινό κίνδυνο και της ζωής ακόμη των Αστυνομικών, για να εξασφαλισθεί σε όλους εμάς το πολύτιμο αγαθό της δημόσιας ασφάλειας. Ποιος άλλος υπάλληλος, που αμείβεται σχεδόν όπως και ο Αστυνομικός – πράγμα βεβαίως ανεπίτρεπτο – παίζει καθημερινά το κεφάλι του «κορώνα γράμματα» στην υπηρεσία του;

  Εν πάση περιπτώσει το ζήτημα της παράνομης αστυνομικής βίας είναι πολύ σοβαρό και πρέπει ίσως να το προσεγγίσει η αστυνομική εκπαίδευση από μια άλλη μεριά. Πρέπει δηλ. να περάσει στο «γονιδίωμα» της αστυνομικής εκπαίδευσης, αν μου το επιτρέπει ο όρος, ένα πολύ απλό πράγμα: ότι δηλ η παρανομία του εγκληματία, που καταδιώκεται, και η παρανομία του Αστυνομικού κατά την αντιμετώπιση ή την σύλληψή του είναι μεγέθη, που δεν συμψηφίζονται. Κάτι δηλ. σαν να λέει κάποιος: «παρανόμησες εσύ, παρανομώ και εγώ σε βάρος σου, συνεπώς πατσίσαμε». Μια τέτοια αντίληψη απονομιμοποιεί την κατασταλτική λειτουργία της Αστυνομίας απέναντι στην παρανομία. Δεν επιτρέπεται ο φρουρός της νομιμότητας να μετατρέπεται σε βιαστή της.

  Δεν πρέπει εξ άλλου να παραβλέπεται – και αυτό οφείλει να το υπογραμμίζει κατ' επανάληψη η αστυνομική εκπαίδευση – ότι κάθε εγκληματίας μοιάζει με τον Ιανό, τον αρχαίο διπρόσωπο θεό των Ρωμαίων, διότι έχει και αυτός δύο πρόσωπα: το πρόσωπο του εγκληματία από τη μια μεριά και το πρόσωπο του ανθρώπου από την άλλη ως φορέα ατομικών δικαιωμάτων και προπαντός της υψίστης αξίας στη ζωή, δηλ. της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Και είναι προφανές ότι τα δύο αυτά πρόσωπα του εγκληματία δεν μπορεί και δεν πρέπει να έχουν την ίδια μεταχείριση. Το πρόσωπο του εγκληματία πρέπει να αντιμετωπίζεται με την αυστηρότητα, αλλά και την σύνεση, που επιβάλλουν οι νόμοι, ενώ το πρόσωπο του ανθρώπου με τον σεβασμό, που υπαγορεύει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτό το πράγμα μας το δείχνει πολύ χαρακτηριστικά η συμπεριφορά των ανδρών του εκτελεστικού αποσπάσματος την περίοδο, που ίσχυε ακόμη στην Ελλάδα η θανατική ποινή. Μόλις περνούσε μπροστά από το εκτελεστικό απόσπασμα η σωρός του εκτελεσθέντος εγκληματία, οι άνδρες του, αυτοί δηλ. οι οποίοι με τις σφαίρες τους τον είχαν εκτελέσει προηγουμένως, παρουσίαζαν όπλα, σαν να περνούσε κάποιος σπουδαίος επίσημος από μπροστά τους ! Τιμούσαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στην οποία οφείλεται η υψίστη τιμή.

  Αυτά όλα βέβαια, που είπαμε πιο πάνω, προϋποθέτουν αστυνομική εκπαίδευση δρώσα και όχι αδρανούσα ή σχολάζουσα. Παίρνω αφορμή για να διατυπώσω αυτές τις σκέψεις από την θλιβερή εικόνα, που παρουσιάζουν οι χώροι της εκπαίδευσης των Δοκίμων Αστυφυλάκων στην Ξάνθη και την Κομοτηνή. Είναι λυπηρό να βλέπει κάποιος το Τμήμα Δοκίμων Αστυφυλάκων Ξάνθης να έχει μετατραπεί σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως των λαθρομεταναστών και το αντίστοιχο Τμήμα της Κομοτηνής να λειτουργεί σαν «ημιπληγικό», αφού οι μισοί χώροι του έχουν αποκλεισθεί από την προηγούμενη χρήση τους για να φιλοξενήσουν τους λαθρομετανάστες, που τους χωρίζει μόνο ένα συρματόπλεγμα από τα συντελούμενα στην Σχολή ! Δεν γνωρίζω τίνος έμπνευση ήταν τα μέτρο αυτό, οφείλω όμως να παρατηρήσω ότι η εφαρμογή του συνιστά βαρύτατο ολίσθημα, που δεν δικαιώνει μόνο τον τίτλο της ημερίδας αυτής, αλλά βαίνει ακόμη περαιτέρω με πολλές ηθικο-παιδαγωγικές, ψυχολογικές αλλά και εθνικές προεκτάσεις.

  Την αδυναμία της Κυβέρνησης να απαλλάξει την χώρα από όλους τους παράνομους μετανάστες, οι οποίοι έπρεπε να συλλαμβάνονται και να απελαύνονται άμεσα, την πληρώνει η Αστυνομία με την αναστολή της λειτουργίας των Σχολών της Αστυνομικής Ακαδημίας ! Αν είναι δυνατόν. Αφήνω βέβαια στην άκρη τις άλλες παραμέτρους της λαθρομετανά-στευσης, που συναρτώνται με την εθνική μας επιβίωση. Και δεν είναι ασφαλώς ρατσισμός να συλλαμβάνεις τον λαθρομετανάστη και να τον διώχνεις από την χώρα σου. Ρατσισμός είναι να απορρίπτεις κάποιον γι' αυτό που είναι, να του πεις δηλ.: «δεν σε θέλω εδώ, γιατί είσαι κατώτερο όν, σκουπίδι, που ρυπαίνει την χώρα μου» ή άλλα παρόμοια. Δεν είναι όμως ρατσισμός να του πεις: «αδελφέ, καταλαβαίνω την ανάγκη, που σε έφερε εδώ πέρα και μακάρι να είχα χώρο και δυνατότητα να σε φιλοξενήσω. Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να το κάνω. Και επειδή αυτό προσπαθείς να μου το επιβάλεις με το ζόρι, θα σε αποκρούσω, θα σε διώξω».

  Σεβόμενος, φίλες και φίλοι την κλεψύδρα θα τελειώσω εδώ, αν και θα μπορούσα να ομιλώ ώρες ατέλειωτες γι' αυτό το τόσο σπουδαίο και ανεξάντλητο θέμα της αστυνομικής εκπαίδευσης. Επιτρέψτε όμως να κλείσω την εισήγησή μου αυτή με μια παρομοίωση, που συνοψίζει όσα ανέφερα προηγουμένως και υπονοεί όλα εκείνα, που θα ήθελα, αλλά δεν με αφήνει ο χρόνος να πω: η αστυνομική εκπαίδευση μοιάζει με μια γυναίκα, που πιστεύει ότι έχει τέλειο πρόσωπο. Αν όμως η γυναίκα αυτή δει το πρόσωπό της στον καθρέφτη με την βοήθεια κάποιου μεγεθυντικού φακού, θα διαπιστώσει, πόσες ατέλειες έχει τελικά η επιδερμίδα της, ατέλειες, που δεν φαίνονται με μια απλή ματιά. Ας κοιτάξει λοιπόν η αστυνομική εκπαίδευση το «πρόσωπό» της στον καθρέφτη και τότε θα επισημάνει, τι πρέπει να διορθώσει επάνω σ' αυτό.

  Σας ευχαριστώ !

Είσαι Εδώ : ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ Ποιός είναι τελικά ο σκοπός της αστυνομικής εκπαίδευσης;